συριγγώ

συριγγώ
-όω, ΜΑ [σῡριγξ, σύριγγος]
παθ. συριγγοῡμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε συρίγγιο, σε φίστουλα
αρχ.
μετατρέπω κάτι και τού δίνω το σχήμα σωλήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συρίγγωμα — το, ΝΑ [συριγγῶ, οῡμαι] ιατρ. συρίγγιο …   Dictionary of Greek

  • συρίγγωση — η / συρίγγωσις, ώσεως, ΝΑ [συριγγῶ, οῦμαι] ιατρ. ο σχηματισμός συριγγίου και, κυρίως, η μετατροπή τραύματος ή άλλης πληγής σε συρίγγιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”