Dictionary of Greek. 2013.
συρίγγωμα — το, ΝΑ [συριγγῶ, οῡμαι] ιατρ. συρίγγιο … Dictionary of Greek
συρίγγωση — η / συρίγγωσις, ώσεως, ΝΑ [συριγγῶ, οῦμαι] ιατρ. ο σχηματισμός συριγγίου και, κυρίως, η μετατροπή τραύματος ή άλλης πληγής σε συρίγγιο … Dictionary of Greek